- λειμώνων
- λειμώνany moistmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λειμώνων — Λειμών any moist masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Κομάγχες ή Κομάντσι — Φυλή αυτοχθόνων της Βόρειας Αμερικής, της ουτοαζτεκικής ομογλωσσίας, οι οποίοι άλλοτε ήταν εγκατεστημένοι στους μεγάλους λειμώνες Ν του ποταμού Αρκάνσας, όπου ζούσαν νομαδικά και τρέφονταν από το κυνήγι. Οι Κ., των οποίων η εθνική ονομασία είναι… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Έλειαι — Ἕλειαι, αι (Α) νύμφες τών ελών και τών λειμώνων … Dictionary of Greek
κυνόμυς — (Cynomys). Γένος τρωκτικών της οικογένειας των σκιουριδών. Το πιο κοινό είδος του γένους είναι το Cynomys ludovicianus, το οποίο έχει μήκος περίπου 40 εκ., ενώ τα θηλυκά συνήθως είναι μικρότερα. Κατά την εμφάνισή του είναι όμοιο με τον αρκτόμυ… … Dictionary of Greek
λειμακίδες — λειμακίδες, αἱ (Α) φρ. «λειμακίδες νύμφαι» νύμφες τών λειμώνων, τών λιβαδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείμαξ, κος + κατάλ. ίδες (πρβλ. Βαυκ ίδες)] … Dictionary of Greek